- μεσόχορος
- μεσόχορος, -ον (ΑM)(για τον κορυφαίο χορού) αυτός που βρίσκεται στο μέσον χορού και τόν οδηγεί2. αυτός που είναι επικεφαλής κλάκας.[ΕΤΥΜΟΛ. <μεσ(ο)-* + χορός (πρβλ. αλεξί-χορος, καλλί-χορος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσόχοροι — μεσόχορος standing in midchorus masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοχορώ — μεσοχορῶ, έω (Α) [μεσόχορος] είμαι μεσόχορος … Dictionary of Greek
МЕСОХОР — • Mesochŏrus, μεσόχορος, у позднейших писателей встречается часто вместо κορυφαι̃ος; так назывался стоящий посреди хора запевала, указывавший остальным певцам такт или мелодию. В Риме mesochori назывались наемные хлопальщики в театре… … Реальный словарь классических древностей
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek